λιτάνευση

λιτάνευση
η [λιτανεύω]
λιτανεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιτάνευση — η περιφορά εικόνας από ιερείς σε θρησκευτική πομπή: Το απόγευμα θα γίνει η λιτάνευση της εικόνας του αγίου Δημητρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • σταυροφάνεια — ἡ, Μ 1. η εορτή τής Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού 2. λιτάνευση τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + φάνεια (< φανής < φαίνομαι), πρβλ. νεκρο φάνεια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”